πίνακας, ο, ουσ. [<αρχ. πίναξ], ο πίνακας·
- τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα, βλ. συνηθέστ. τον γράφω στο μαυροπίνακα, λ. μαυροπίνακας.